-
1 ναρκώση
ναρκώσηι, νάρκωσιςa benumbing: fem dat sg (epic)ναρκάωgrow stiff: pres part act fem dat sg (attic epic ionic)ναρκόωbenumb: aor subj mid 2nd sgναρκόωbenumb: aor subj act 3rd sgναρκόωbenumb: fut ind mid 2nd sg -
2 ναρκώσῃ
ναρκώσηι, νάρκωσιςa benumbing: fem dat sg (epic)ναρκάωgrow stiff: pres part act fem dat sg (attic epic ionic)ναρκόωbenumb: aor subj mid 2nd sgναρκόωbenumb: aor subj act 3rd sgναρκόωbenumb: fut ind mid 2nd sg -
3 νάρκωση
]-ις (-εως)] η1) наркоз, усыпление; 2) анестезия; 3) оцепенение -
4 νάρκωση
[наркоси] ουσ. Θ. онемение, оцепенение, (ιατρ.) наркоз.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νάρκωση
-
5 νάρκωση
[наркоси] ουσ θ онемение, оцепенение, (ιατρ) наркоз. -
6 νάρκωση
anesthésie -
7 наркоз
наркоз м η νάρκωση" Общий (местный) \наркоз η γενική ( τοπική) αναισθησία* под \наркозом με νάρκωση* * *мη νάρκωσηо́бщий (ме́стный) нарко́з — η γενική (τοπική) αναισθησία
под нарко́зом — με νάρκωση
-
8 анестезия
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > анестезия
-
9 местный
τοπικ/όςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > местный
-
10 наркоз
η νάρκωση, η αναισθησίαместный - τοπική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > наркоз
-
11 секвестр
1. эк., юр. η μεσεγγύηση 2. мед. η νάρκωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > секвестр
-
12 секвестрация
1. юр. η επιβολή της μεσεγγύησης 2. мед. η νάρκωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > секвестрация
-
13 анестезия
анестези́||яж ἡ ἀναισθητοποίηση[-ις], ἡ ἀναισθήτίαση [-ις], ἡ νάρκωση [-ις]:местная \анестезияя ἡ τοπική ἀναισθησία. -
14 наркоз
наркозм ἡ νάρκωση [-ις]. -
15 усыпление
усып||лениес τό ἀποκοίμισμα, ἡ νάρκωση/ τό νανούρισμα (убаюкивание)/ ὁ ὑπνωτισμός (гипнотизирование). -
16 анестезия
[ανιστιζιγία] ουσ. θ. (ιατρ.) αναισθητοποίηση, νάρκωση -
17 наркоз
[ναρκός] ουσ. α. νάρκωση -
18 усыпление
[ουσυπλιένιιε] ουσ. ο. νάρκωση -
19 анестезия
[ανιστιζιγία] ουσ θ (ιατρ) αναισθητοποίηση, νάρκωση -
20 наркоз
[ναρκός] ουσ α νάρκωση
- 1
- 2
См. также в других словарях:
νάρκωση — (Ιατρ.). Βλ. λ. αναισθησία. * * * η (Α νάρκωσις) [ναρκώνω] το αποτέλεσμα τού ναρκώνω, η επέλευση τής νάρκης, απώλεια τής συνείδησης και παύση κάθε κίνησης νεοελλ. ιατρ. 1. η ελάττωση τής διεγερτικότητας τού νευρικού συστήματος ώς την εξασθένηση ή … Dictionary of Greek
νάρκωση — η αναισθητοποίηση, μούδιασμα, μάργωμα, λήθαργος: Πέθανε πάνω στη νάρκωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναρκώσῃ — ναρκώσηι , νάρκωσις a benumbing fem dat sg (epic) ναρκάω grow stiff pres part act fem dat sg (attic epic ionic) ναρκόω benumb aor subj mid 2nd sg ναρκόω benumb aor subj act 3rd sg ναρκόω benumb fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναισθησία — Κατάργησητης αισθητικότητας και συνεπώς του πόνου. Η ανθρωπότητα άρχισε τον δύσκολο αγώνα εναντίον του σωματικού πόνου εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν εκχυλίσματα βοτάνων και δρόγες που έφερναν ύπνο… … Dictionary of Greek
ενδοτραχειακός — ή, ό 1. αυτός που βρίσκεται ή εισάγεται στην τραχεία 2. φρ. α) «ενδοτραχειακή νάρκωση» νάρκωση κατά την οποία το αναισθητικό χορηγείται με διασωλήνωση τής τραχείας β) «ενδοτραχειακή διασωλήνωση» … Dictionary of Greek
ναρκώδης — ναρκώδης, ῶδες (Α) [νάρκη] 1. ναρκωμένος, αναίσθητος, μουδιασμένος 2. αυτός που προξενεί νάρκωση («τὸ ναρκῶδες νεῡρον», Ιπποκρ.). επίρρ... ναρκωδέως (Α) ιων. τ. με νάρκωση … Dictionary of Greek
αναισθητικά — Φαρμακευτικές ουσίεςπου η βασική τους ενέργεια είναι η πρόκληση νάρκωσης. Ο όρος νάρκωση είναι γενικός και δηλώνει την οποιαδήποτε παροδική μείωση ή κατάργηση κυτταρικών λειτουργιών. Τα α. διακρίνονται σε γενικά και τοπικά. γενικά α.Φάρμακα που… … Dictionary of Greek
Allgemeinnarkose — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. Die Narkose (altgriechisch νάρκωσις, nárkōsis heute νάρκωση,… … Deutsch Wikipedia
Intubationsnarkose — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. Die Narkose (altgriechisch νάρκωσις, nárkōsis heute νάρκωση,… … Deutsch Wikipedia
Kurznarkose — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. Die Narkose (altgriechisch νάρκωσις, nárkōsis heute νάρκωση,… … Deutsch Wikipedia
Narkose — Die Narkose (von altgriechisch ναρκόειν narkóein ‚betäuben, schlaff machen‘ bzw. ναρκώδης narkṓdēs ‚erstarrt, betäubt‘;[1] neugriechisch νάρκωση nárkosi ‚In Schlaf Versetzen‘) oder genauer Allgemeinanästhesie ist ein medikamentös herbeigeführter … Deutsch Wikipedia